- παρεγγυώ
- -άω, ΜΑ1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῡτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.β. «ταῡτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.)μσν.υποδεικνύω, υποδηλώνωαρχ.1. αναθέτω σε κάποιον την φροντίδα («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῑνον παρηγγύα», Ηρόδ.)2. μεταβιβάζω στρατιωτικό σύνθημα ή πρόσταγμα σε όλη τη γραμμή («σύνθημα παρεγγυήσας Ζεὺς σωτήρ», Ξεν.)3. εγγυώμαι, υπόσχομαι («σημεῑα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», Σοφ.)4. βεβαιώνω εμπιστευτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγγυῶ (βλ. και λ. εγγύη)].
Dictionary of Greek. 2013.